- ἐκτρέφομαι
- ἐκτρέφωbring up from childhoodpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτρέφομαι — εκτρέφομαι, εκτράφηκα βλ. πίν. 220 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής